- χοιροσφαγέας
- ο, Νάτομο που σφάζει χοίρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + σφαγέας. Η λ., στον λόγιο τ. χοιροσφαγεύς, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοιροσφαγέας — ο αυτός που σφάζει χοίρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)